ἔστησεν

ἔστησεν
поставил
Он поставил

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ἔστησεν" в других словарях:

  • ἔστησεν — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοσσός — ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή) ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός τής Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. υπερμεγέθης, πελώριος …   Dictionary of Greek

  • πτερύγιο — το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, υγος] 1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ. γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.) 2. όργανο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»